καταστομίζω: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστομίζω''': [[ἐπιστομίζω]], [[κλείω]] τινὸς τὸ [[στόμα]] καὶ δὲν τὸν ἀφίνω νὰ ὁμιλήσῃ, τοὺς βοῶντας κατεστόμισεν Πλουτ. Ἄρατ. 4.
|lstext='''καταστομίζω''': [[ἐπιστομίζω]], [[κλείω]] τινὸς τὸ [[στόμα]] καὶ δὲν τὸν ἀφίνω νὰ ὁμιλήσῃ, τοὺς βοῶντας κατεστόμισεν Πλουτ. Ἄρατ. 4.
}}
{{bailly
|btext=fermer la bouche à, faire taire, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στόμα]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστομίζω Medium diacritics: καταστομίζω Low diacritics: καταστομίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΟΜΙΖΩ
Transliteration A: katastomízō Transliteration B: katastomizō Transliteration C: katastomizo Beta Code: katastomi/zw

English (LSJ)

   A v.l. for ἐπι-, put to silence, Plu.Arist.4.

Greek (Liddell-Scott)

καταστομίζω: ἐπιστομίζω, κλείω τινὸς τὸ στόμα καὶ δὲν τὸν ἀφίνω νὰ ὁμιλήσῃ, τοὺς βοῶντας κατεστόμισεν Πλουτ. Ἄρατ. 4.

French (Bailly abrégé)

fermer la bouche à, faire taire, acc..
Étymologie: κατά, στόμα.