κραυγίας: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
(6_2)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κραυγίας''': [[ἵππος]], ὁ, [[ἵππος]] πτοούμενος ἐκ κραυγῆς, «ὁ ὑπὸ κραυγῆς καὶ ψόρου ταρασσόμενος» Ἡσύχ.
|lstext='''κραυγίας''': [[ἵππος]], ὁ, [[ἵππος]] πτοούμενος ἐκ κραυγῆς, «ὁ ὑπὸ κραυγῆς καὶ ψόρου ταρασσόμενος» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κραυγίας]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>φρ.</b> «[[κραυγίας]] [[ἵππος]]» — [[ίππος]] που ενοχλείται και ταράζεται από τις κραυγές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραυγή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κολπ</i>-<i>ίας</i>, <i>κοχλ</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραυγίας Medium diacritics: κραυγίας Low diacritics: κραυγίας Capitals: ΚΡΑΥΓΙΑΣ
Transliteration A: kraugías Transliteration B: kraugias Transliteration C: kravgias Beta Code: kraugi/as

English (LSJ)

ἵππος, ὁ, a horse

   A that takes fright at a cry, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κραυγίας: ἵππος, ὁ, ἵππος πτοούμενος ἐκ κραυγῆς, «ὁ ὑπὸ κραυγῆς καὶ ψόρου ταρασσόμενος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κραυγίας, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) φρ. «κραυγίας ἵππος» — ίππος που ενοχλείται και ταράζεται από τις κραυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραυγή + επίθημα -ίας (πρβλ. κολπ-ίας, κοχλ-ίας)].