κηδεμονεύω: Difference between revisions

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130
(6_2)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηδεμονεύω''': [[κηδεμονέω]], μεταγεν., ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 122.
|lstext='''κηδεμονεύω''': [[κηδεμονέω]], μεταγεν., ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 122.
}}
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[κηδεμονεύω]]) [[κηδεμών]]<br />[[ασκώ]] καθήκοντα κηδεμόνα, έχω [[κάτι]] ή κάποιον υπό την [[κηδεμονία]] μου (α. «κηδεμονεύει τα [[παιδιά]] του αδελφού του» β. «κηδεμονεύειν παίδων», Ιουστιν.).
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδεμονεύω Medium diacritics: κηδεμονεύω Low diacritics: κηδεμονεύω Capitals: ΚΗΔΕΜΟΝΕΥΩ
Transliteration A: kēdemoneúō Transliteration B: kēdemoneuō Transliteration C: kidemoneyo Beta Code: khdemoneu/w

English (LSJ)

   A to be a guardian, παίδων Just.Nov.94.2:—Pass., to be a ward, ib.18.9.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεμονεύω: κηδεμονέω, μεταγεν., ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 122.

Greek Monolingual

(ΑΜ κηδεμονεύω) κηδεμών
ασκώ καθήκοντα κηδεμόνα, έχω κάτι ή κάποιον υπό την κηδεμονία μου (α. «κηδεμονεύει τα παιδιά του αδελφού του» β. «κηδεμονεύειν παίδων», Ιουστιν.).