συλλήγω: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance

Hippocrates
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συλλήγω''': [[λήγω]], τελευτῶ [[ὁμοῦ]], συντελευτῶ, συγκαταστρέφομαι, εὖ τε τελευτὴν εὕρετο συλλήξας ὁλκάδι καιομένῃ Ἀνθ. Παλατ. 7. 585. ΙΙ. [[λήγω]] κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, συνάρξασθαι καὶ συλλῆξαι Ἀπολλ. π. Συντ. 168. 13.
|lstext='''συλλήγω''': [[λήγω]], τελευτῶ [[ὁμοῦ]], συντελευτῶ, συγκαταστρέφομαι, εὖ τε τελευτὴν εὕρετο συλλήξας ὁλκάδι καιομένῃ Ἀνθ. Παλατ. 7. 585. ΙΙ. [[λήγω]] κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, συνάρξασθαι καὶ συλλῆξαι Ἀπολλ. π. Συντ. 168. 13.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> finir, <i>càd</i> périr avec, τινι;<br /><b>2</b> <i>t. de gramm.</i> se terminer de la même façon, avoir la même désinence.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[λήγω]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλήγω Medium diacritics: συλλήγω Low diacritics: συλλήγω Capitals: ΣΥΛΛΗΓΩ
Transliteration A: syllḗgō Transliteration B: syllēgō Transliteration C: sylligo Beta Code: sullh/gw

English (LSJ)

   A come to an end together, σ. ὁλκάδι καιομένῃ AP7.585 (Jul.), cf. Chor.23.9 F.-R.    II have the same termination, A.D. Synt.168.13.

German (Pape)

[Seite 975] zugleich beruhigen oder aufhören lassen; auch intrans., zugleich aufhören, συλλήξας ὁλκάδι Iul. Aeg. 46 (VII, 585).

Greek (Liddell-Scott)

συλλήγω: λήγω, τελευτῶ ὁμοῦ, συντελευτῶ, συγκαταστρέφομαι, εὖ τε τελευτὴν εὕρετο συλλήξας ὁλκάδι καιομένῃ Ἀνθ. Παλατ. 7. 585. ΙΙ. λήγω κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον, συνάρξασθαι καὶ συλλῆξαι Ἀπολλ. π. Συντ. 168. 13.

French (Bailly abrégé)

1 finir, càd périr avec, τινι;
2 t. de gramm. se terminer de la même façon, avoir la même désinence.
Étymologie: σύν, λήγω.