μητρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
(6_2)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μητρίζω''': [[λατρεύω]] τὴν μητέρα τῶν θεῶν Κυβέλην, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 69, κτλ.· ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 832.
|lstext='''μητρίζω''': [[λατρεύω]] τὴν μητέρα τῶν θεῶν Κυβέλην, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 69, κτλ.· ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 832.
}}
{{grml
|mltxt=[[μητρίζω]] (Α)<br />[[εμφορούμαι]], κατέχομαι από τη [[μητέρα]] τών θεών Κυβέλη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μήτηρ]], <i>μητρός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίζω</i>].
}}
}}

Revision as of 06:48, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρίζω Medium diacritics: μητρίζω Low diacritics: μητρίζω Capitals: ΜΗΤΡΙΖΩ
Transliteration A: mētrízō Transliteration B: mētrizō Transliteration C: mitrizo Beta Code: mhtri/zw

English (LSJ)

   A to be possessed by the Mother of the gods, Iamb.Myst.3.9, 10.

German (Pape)

[Seite 179] das Fest der Göttermutter Cybele feiern, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

μητρίζω: λατρεύω τὴν μητέρα τῶν θεῶν Κυβέλην, Ἰάμβλ. Μυστ. σ. 69, κτλ.· ἴδε Λοβ. Ἀγλαόφ. σ. 832.

Greek Monolingual

μητρίζω (Α)
εμφορούμαι, κατέχομαι από τη μητέρα τών θεών Κυβέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + κατάλ. -ίζω].