ἡμικόριον: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_21) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμικόριον''': τό, [[ἥμισυς]] [[κόρος]], [[μέτρον]] ξηρῶν, Ἡσύχ. (κοινῶς -κόλλιον). | |lstext='''ἡμικόριον''': τό, [[ἥμισυς]] [[κόρος]], [[μέτρον]] ξηρῶν, Ἡσύχ. (κοινῶς -κόλλιον). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡμικόριον]], τὸ (Α)<br />[[μισός]] [[κόρος]], [[μέτρο]] ξηρών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κόρ</i>-<i>ιον</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κορ</i>- του [[κόρος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>παιδ</i>-<i>ίον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A half-κόρος, a dry measure, Hsch. (-κόλλιον cod.):—also ἡμί-κορος, ὁ, Aq., Sm., Thd.Ho.3.2.
German (Pape)
[Seite 1168] τό, ein halber κόρος, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμικόριον: τό, ἥμισυς κόρος, μέτρον ξηρῶν, Ἡσύχ. (κοινῶς -κόλλιον).
Greek Monolingual
ἡμικόριον, τὸ (Α)
μισός κόρος, μέτρο ξηρών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κόρ-ιον (< θ. κορ- του κόρος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].