οἶμα: Difference between revisions
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἶμα''': τό, = οἴμημα, [[ὅρμημα]], Λατ. impetus, [[οἶμα]] λέοντος ἔχων Ἰλ. Π. 752· αἰετοῦ οἴματ’ ἔχων, ἔχων τὴν ὁρμήν, τὴν ὁρμητικὴν ἔφοδον τοῦ ἀετοῦ, Φ. 252· ἐπὶ ὄφεως, Κόϊντ. Σμυρν. 6. 201, κτλ. (Πιθ. ὡς τὰ [[οἴμη]], [[οἶμος]], ἐκ τοῦ [[εἶμι]] ibo.) | |lstext='''οἶμα''': τό, = οἴμημα, [[ὅρμημα]], Λατ. impetus, [[οἶμα]] λέοντος ἔχων Ἰλ. Π. 752· αἰετοῦ οἴματ’ ἔχων, ἔχων τὴν ὁρμήν, τὴν ὁρμητικὴν ἔφοδον τοῦ ἀετοῦ, Φ. 252· ἐπὶ ὄφεως, Κόϊντ. Σμυρν. 6. 201, κτλ. (Πιθ. ὡς τὰ [[οἴμη]], [[οἶμος]], ἐκ τοῦ [[εἶμι]] ibo.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />élan impétueux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[οἴμη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:28, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A spring, rush, swoop, οἶ. λέοντος ἔχων Il.16.752 ; αἰετοῦ οἴματ' ἔχων 21.252 ; of a serpent, Q.S.6.201, etc.
Greek (Liddell-Scott)
οἶμα: τό, = οἴμημα, ὅρμημα, Λατ. impetus, οἶμα λέοντος ἔχων Ἰλ. Π. 752· αἰετοῦ οἴματ’ ἔχων, ἔχων τὴν ὁρμήν, τὴν ὁρμητικὴν ἔφοδον τοῦ ἀετοῦ, Φ. 252· ἐπὶ ὄφεως, Κόϊντ. Σμυρν. 6. 201, κτλ. (Πιθ. ὡς τὰ οἴμη, οἶμος, ἐκ τοῦ εἶμι ibo.)
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
élan impétueux.
Étymologie: cf. οἴμη.