ὑψιπέταλος: Difference between revisions
From LSJ
(6_16) |
(44) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψῐπέτᾰλος''': -ον, = [[ὑψίκομος]], κωμικῶς ἐπὶ τῆς κράμβης, ὑψιπέταλοί τε κράμβαι συχναὶ Πολύζηλος ἐν «Μουσῶν γοναῖς» 2. | |lstext='''ὑψῐπέτᾰλος''': -ον, = [[ὑψίκομος]], κωμικῶς ἐπὶ τῆς κράμβης, ὑψιπέταλοί τε κράμβαι συχναὶ Πολύζηλος ἐν «Μουσῶν γοναῖς» 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και ιων. και επικ. τ. [[ὑψιπέτηλος]], -ον, Α<br />(κωμική λ.) (για την [[κράμβη]]) [[υψίκομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> [[πέταλον]] (<b>πρβλ.</b> <i>εὐ</i>-[[πέταλος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:47, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = ὑψίκομος 2, Com. of κράμβαι, Polyzel.9.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψῐπέτᾰλος: -ον, = ὑψίκομος, κωμικῶς ἐπὶ τῆς κράμβης, ὑψιπέταλοί τε κράμβαι συχναὶ Πολύζηλος ἐν «Μουσῶν γοναῖς» 2.
Greek Monolingual
και ιων. και επικ. τ. ὑψιπέτηλος, -ον, Α
(κωμική λ.) (για την κράμβη) υψίκομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πέταλον (πρβλ. εὐ-πέταλος)].