σκώπτης: Difference between revisions
From LSJ
ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
(6_19) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκώπτης''': -ου, ὁ, ([[σκώπτω]]) ὁ σκώπτων, λέγων ἀστεῖα καὶ πειράζων ἢ περιπαίζων, Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7, Σουΐδ. | |lstext='''σκώπτης''': -ου, ὁ, ([[σκώπτω]]) ὁ σκώπτων, λέγων ἀστεῖα καὶ πειράζων ἢ περιπαίζων, Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7, Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. [[σκώπτρια]], ΝΜΑ<br />αυτός που λέει αστεία και πειράζει ή κοροϊδεύει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκωπ</i>- του [[σκώπτω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i> / -<i>τρια</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A scoffer, Archig. ap. Aët.6.8, EM593.7, Suid.
German (Pape)
[Seite 909] ὁ, Nachäffer, der Andere durch Nachäffen verhöhnt, gew. Spötter, Spaßmacher, Suid. erkl. λοίδορος.
Greek (Liddell-Scott)
σκώπτης: -ου, ὁ, (σκώπτω) ὁ σκώπτων, λέγων ἀστεῖα καὶ πειράζων ἢ περιπαίζων, Ἐτυμολ. Μέγ. 593. 7, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ο, θηλ. σκώπτρια, ΝΜΑ
αυτός που λέει αστεία και πειράζει ή κοροϊδεύει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκωπ- του σκώπτω + κατάλ. -της / -τρια].