ὑβός: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑβός''': [ῡ], ή, όν, ὁ ἔχων κεκυρτωμένα τὰ νῶτα, [[κυρτός]], «καμπούρης», Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀντίθετον τῷ [[λορδός]], Θεόκρ. 5. 43. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει τὴν σχέσιν τῆς λέξεως πρὸς τὸ [[κυφός]]). | |lstext='''ὑβός''': [ῡ], ή, όν, ὁ ἔχων κεκυρτωμένα τὰ νῶτα, [[κυρτός]], «καμπούρης», Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀντίθετον τῷ [[λορδός]], Θεόκρ. 5. 43. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει τὴν σχέσιν τῆς λέξεως πρὸς τὸ [[κυφός]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />courbé ; bossu.<br />'''Étymologie:''' [[ὗβος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:03, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῡ], ή, όν,
A humpbacked, Hp.Aph.6.46, Theoc.5.43.
German (Pape)
[Seite 1168] auswärts gebogen, gekrümmt, dah. bucklig, Theocr. 5, 23, Ggstz λορδός. Mit κυφός, gibbus verwandt.
Greek (Liddell-Scott)
ὑβός: [ῡ], ή, όν, ὁ ἔχων κεκυρτωμένα τὰ νῶτα, κυρτός, «καμπούρης», Ἱππ. Ἀφ. 1258· ἀντίθετον τῷ λορδός, Θεόκρ. 5. 43. (Ὁ Κούρτ. ἀμφιβάλλει τὴν σχέσιν τῆς λέξεως πρὸς τὸ κυφός).
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
courbé ; bossu.
Étymologie: ὗβος.