δυσλεπής: Difference between revisions
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
(6_7) |
(big3_12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσλεπής''': -ές, δυσκόλως ἐκλεπιζόμενος, δυσκολοξεφλούδιστος, [[κάρυον]] Νίκ. Ἀλ. 271. | |lstext='''δυσλεπής''': -ές, δυσκόλως ἐκλεπιζόμενος, δυσκολοξεφλούδιστος, [[κάρυον]] Νίκ. Ἀλ. 271. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές [[difícil de pelar]] κάρυον Nic.<i>Al</i>.271. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:59, 21 August 2017
English (LSJ)
ές,
A rough-husked, κάρυον Nic.Al.271.
German (Pape)
[Seite 683] ές, schwer abzuschälen, κάρυον Nic. Al. 271.
Greek (Liddell-Scott)
δυσλεπής: -ές, δυσκόλως ἐκλεπιζόμενος, δυσκολοξεφλούδιστος, κάρυον Νίκ. Ἀλ. 271.
Spanish (DGE)
-ές difícil de pelar κάρυον Nic.Al.271.