χελύνειον: Difference between revisions
From LSJ
τῇ γαστρὶ μετροῦντες καὶ τοῖς αἰσχίστοις τὴν εὐδαιμονίαν → measuring happiness by appetite and base desires
(6_22) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χελύνειον''': τό, πιθανῶς ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ [[χελύνιον]] (Ι) ἐν Ἱππ. Ἐπιστ. 1289. | |lstext='''χελύνειον''': τό, πιθανῶς ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ [[χελύνιον]] (Ι) ἐν Ἱππ. Ἐπιστ. 1289. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[χελύνιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], τό, (leg. χελύνιον) Dim. of sq. 2, Hp.Ep.23 codd.
German (Pape)
[Seite 1348] τό, dim. von χελύνη, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
χελύνειον: τό, πιθανῶς ἡμαρτημ. γραφὴ ἀντὶ χελύνιον (Ι) ἐν Ἱππ. Ἐπιστ. 1289.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. χελύνιον.