μάταρος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(6_3)
 
(24)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάταρος''': «[[στέφανος]] μεμαρασμένος» Ἡσύχ.
|lstext='''μάταρος''': «[[στέφανος]] μεμαρασμένος» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μάταρος]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[στέφανος]] μεμαρασμένος».
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μάταρος: «στέφανος μεμαρασμένος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μάταρος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «στέφανος μεμαρασμένος».