διασποδέω: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(6_6)
(big3_11)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διασποδέω''': ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Λατ. subagitare, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 939, πρβλ. [[διακροτέω]], Ἡσύχ. ἐν λ. διεσποδημένη καὶ ἐν λ. διεσποδήσατο· διέσεισε, διετίναξε.
|lstext='''διασποδέω''': ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Λατ. subagitare, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 939, πρβλ. [[διακροτέω]], Ἡσύχ. ἐν λ. διεσποδημένη καὶ ἐν λ. διεσποδήσατο· διέσεισε, διετίναξε.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> sent. erót. [[joder]] διασποδῆσαι ἀνάσιμον ἢ πρεσβυτέραν joder a una chata o una vieja</i> Ar.<i>Ec</i>.939.<br /><b class="num">2</b> [[golpear]], [[sacudir]] Hsch., cf. en v. pas., Hsch.s.u. διεσποδημένη (prob. en sent. erót., cf. 1)<br /><b class="num">•</b>quizá [[destrozar]], [[violentar]] διεσποδηκώς· διεσπακώς <i>Com.Adesp</i>.1059.11 (quizá tb. en sent. erót., cf. 1).
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασποδέω Medium diacritics: διασποδέω Low diacritics: διασποδέω Capitals: ΔΙΑΣΠΟΔΕΩ
Transliteration A: diaspodéō Transliteration B: diaspodeō Transliteration C: diaspodeo Beta Code: diaspode/w

English (LSJ)

sens. obsc., = Lat.

   A subigitare, Ar.Ec.939, cf. Hsch. s.v. διεσποδημένη; διεσποδήσατο· διέσεισε, διετίναξε, Id.

German (Pape)

[Seite 603] beschlafen, Ar. Eccl. 939, VLL. διασείειν.

Greek (Liddell-Scott)

διασποδέω: ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Λατ. subagitare, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 939, πρβλ. διακροτέω, Ἡσύχ. ἐν λ. διεσποδημένη καὶ ἐν λ. διεσποδήσατο· διέσεισε, διετίναξε.

Spanish (DGE)

1 sent. erót. joder διασποδῆσαι ἀνάσιμον ἢ πρεσβυτέραν joder a una chata o una vieja Ar.Ec.939.
2 golpear, sacudir Hsch., cf. en v. pas., Hsch.s.u. διεσποδημένη (prob. en sent. erót., cf. 1)
quizá destrozar, violentar διεσποδηκώς· διεσπακώς Com.Adesp.1059.11 (quizá tb. en sent. erót., cf. 1).