τράφω: Difference between revisions

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τράφω''': Δωρ. ἀντὶ [[τρέφω]], ἀπαρ. τράφειν Πινδ. Ι. 8 (7). 87, τράφειν Μεγαρεὺς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 788 ([[ὡσαύτως]] τραφέμεν Ἡσ. Θ. 480)· μετοχ. τράφοισα Πινδ. Π. 2. 84 παρατ. ἔτραφον Θεόκρ. 3. 16, κλπ.
|lstext='''τράφω''': Δωρ. ἀντὶ [[τρέφω]], ἀπαρ. τράφειν Πινδ. Ι. 8 (7). 87, τράφειν Μεγαρεὺς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 788 ([[ὡσαύτως]] τραφέμεν Ἡσ. Θ. 480)· μετοχ. τράφοισα Πινδ. Π. 2. 84 παρατ. ἔτραφον Θεόκρ. 3. 16, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[τρέφω]].
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τράφω Medium diacritics: τράφω Low diacritics: τράφω Capitals: ΤΡΑΦΩ
Transliteration A: tráphō Transliteration B: traphō Transliteration C: trafo Beta Code: tra/fw

English (LSJ)

Dor. for τρέφω, inf.

   A τράφειν Pi.I.8(7).44, τράφεν Megar. in Ar.Ach.788 codd. (written τράπεν Leg.Gort.3.49); also τραφέμεν Hes.Th.480; part. τράφοισα Pi.P.2.44: impf. ἔτραφον Theoc.3.16.

German (Pape)

[Seite 1135] äol. u. dor. = τρέφω, Böckh v. l. Pind. P. 1, 44.

Greek (Liddell-Scott)

τράφω: Δωρ. ἀντὶ τρέφω, ἀπαρ. τράφειν Πινδ. Ι. 8 (7). 87, τράφειν Μεγαρεὺς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 788 (ὡσαύτως τραφέμεν Ἡσ. Θ. 480)· μετοχ. τράφοισα Πινδ. Π. 2. 84 παρατ. ἔτραφον Θεόκρ. 3. 16, κλπ.

French (Bailly abrégé)

dor. c. τρέφω.