ἐπισυλλαμβάνω: Difference between revisions
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπισυλλαμβάνω''': ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― [[ἐπισύλληψις]], εως, ἡ, = [[ἐπικύησις]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 260. | |lstext='''ἐπισυλλαμβάνω''': ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― [[ἐπισύλληψις]], εως, ἡ, = [[ἐπικύησις]], Ἀριστ. Ἀποσπ. 260. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>c.</i> [[ἐπικυΐσκομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:57, 9 August 2017
English (LSJ)
A = ἐπικυΐσκομαι, Orib.22.7.2, Sor.1.23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισυλλαμβάνω: ἐπικυΐσκομαι, ἐπισυλλαμβάνουσιν αἱ γυναῖκες Ὀρειβ. ἔκδ. Daremb. τ. 3, σ. 70· ― ἐπισύλληψις, εως, ἡ, = ἐπικύησις, Ἀριστ. Ἀποσπ. 260.
French (Bailly abrégé)
c. ἐπικυΐσκομαι.