κοινωνητέον: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοινωνητέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κοινωνεῖν, τινός τινι Πλάτ. Πολ. 403Β. | |lstext='''κοινωνητέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κοινωνεῖν, τινός τινι Πλάτ. Πολ. 403Β. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κοινωνητέον:''' ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να είναι κοινό, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must share in, τινός τινι Pl.R.403b; φιλίας Ph.2.401; ὀνειδῶν Plu.Pomp.44.
Greek (Liddell-Scott)
κοινωνητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ κοινωνεῖν, τινός τινι Πλάτ. Πολ. 403Β.
Greek Monotonic
κοινωνητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει να είναι κοινό, σε Πλάτ.