τετρακόρωνος: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus
(6_17) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετρᾰκόρωνος''': -ον, ὁ [[τετράκις]] μακροβιώτερος κορώνης, Ἡσ. Ἀποσπ. 50. 2. | |lstext='''τετρᾰκόρωνος''': -ον, ὁ [[τετράκις]] μακροβιώτερος κορώνης, Ἡσ. Ἀποσπ. 50. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που ζει [[τέσσερεις]] φορές περισσότερο από την [[κουρούνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόρωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κορώνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>κόρωνος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A four times a crow's age, Hes.Fr.171.2.
German (Pape)
[Seite 1098] vier Krähenalter habend, d. i. sehr alt, Hes. frg. 50, 2.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰκόρωνος: -ον, ὁ τετράκις μακροβιώτερος κορώνης, Ἡσ. Ἀποσπ. 50. 2.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που ζει τέσσερεις φορές περισσότερο από την κουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κόρωνος (< κορώνη), πρβλ. τρι-κόρωνος].