τετρακόρωνος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι σῴζειν οἰκίαν → Salvam domum praestare matrona est probae → Die brave Frau erhält, wie's ihre Pflicht, das Haus

Menander, Monostichoi, 84
(6_17)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρᾰκόρωνος''': -ον, ὁ [[τετράκις]] μακροβιώτερος κορώνης, Ἡσ. Ἀποσπ. 50. 2.
|lstext='''τετρᾰκόρωνος''': -ον, ὁ [[τετράκις]] μακροβιώτερος κορώνης, Ἡσ. Ἀποσπ. 50. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που ζει [[τέσσερεις]] φορές περισσότερο από την [[κουρούνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόρωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κορώνη]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρι</i>-<i>κόρωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκόρωνος Medium diacritics: τετρακόρωνος Low diacritics: τετρακόρωνος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΟΡΩΝΟΣ
Transliteration A: tetrakórōnos Transliteration B: tetrakorōnos Transliteration C: tetrakoronos Beta Code: tetrako/rwnos

English (LSJ)

ον,

   A four times a crow's age, Hes.Fr.171.2.

German (Pape)

[Seite 1098] vier Krähenalter habend, d. i. sehr alt, Hes. frg. 50, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰκόρωνος: -ον, ὁ τετράκις μακροβιώτερος κορώνης, Ἡσ. Ἀποσπ. 50. 2.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που ζει τέσσερεις φορές περισσότερο από την κουρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κόρωνος (< κορώνη), πρβλ. τρι-κόρωνος].