βέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βέομαι''': καὶ [[βείομαι]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον, [[μετὰ]] σημασ. μέλλ., θὰ ζήσω, [[οὔτι]] Διὸς [[βέομαι]] φρεσὶν Ἰλ. Ο. 194· οὐδ’ αὐτὸς δηρὸν βέη II. 852, πρβλ. Ω. 131· ἐγὼ δειλή τὲ νυ [[βείομαι]] Χ. 431. (Ὀ Κούρτιος φρονεῖ ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν τῶν λέξεων [[βίος]], [[βιόω]]).
|lstext='''βέομαι''': καὶ [[βείομαι]], παρ’ Ὁμήρ. μόνον, [[μετὰ]] σημασ. μέλλ., θὰ ζήσω, [[οὔτι]] Διὸς [[βέομαι]] φρεσὶν Ἰλ. Ο. 194· οὐδ’ αὐτὸς δηρὸν βέη II. 852, πρβλ. Ω. 131· ἐγὼ δειλή τὲ νυ [[βείομαι]] Χ. 431. (Ὀ Κούρτιος φρονεῖ ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν τῶν λέξεων [[βίος]], [[βιόω]]).
}}
{{bailly
|btext=<i>par renforcement épq.</i> [[βείομαι]];<br /><i>prés. au sens d’un fut.</i><br />vivre.<br />'''Étymologie:''' apparenté à [[βίος]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βέομαι Medium diacritics: βέομαι Low diacritics: βέομαι Capitals: ΒΕΟΜΑΙ
Transliteration A: béomai Transliteration B: beomai Transliteration C: veomai Beta Code: be/omai

English (LSJ)

and βείομαι, Homeric subj. used as fut., I

   A shall live, οὔ τι Διὸς βέομαι φρεσίν Il.15.194; οὐδ' αὐτὸς δηρὸν βέῃ 16.852, cf. 24.131; τί νυ βείομαι αἰνὰ παθοῦσα ; 22.431. (Cf. βιόμεσθα, βίονται (v. βιόω), whence βίομαι, βίε' should perh. be restored in Hom.)

German (Pape)

[Seite 442] auch βείομαι, Hom. nur praes. mit Futur-, Bdtg. ich werde wandeln (βῆναι), ich werde leben, Il. 15, 194. 16, 852. 22, 431. 24, 131. Andere bringen es mit βίος zusammen; danach wäre βείομαι die ursprüngl. Form, durch guna ει aus ι.

Greek (Liddell-Scott)

βέομαι: καὶ βείομαι, παρ’ Ὁμήρ. μόνον, μετὰ σημασ. μέλλ., θὰ ζήσω, οὔτι Διὸς βέομαι φρεσὶν Ἰλ. Ο. 194· οὐδ’ αὐτὸς δηρὸν βέη II. 852, πρβλ. Ω. 131· ἐγὼ δειλή τὲ νυ βείομαι Χ. 431. (Ὀ Κούρτιος φρονεῖ ὅτι ἀνήκει εἰς τὴν ῥίζαν τῶν λέξεων βίος, βιόω).

French (Bailly abrégé)

par renforcement épq. βείομαι;
prés. au sens d’un fut.
vivre.
Étymologie: apparenté à βίος.