ἁλιαής: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁλιᾱής''': -ές, ([[ἄημι]]) ὁ πνέων πρὸς τὴν θάλασσαν ἢ διὰ θαλάσσης, μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 361· πρβλ. Nitzsch. ἐν τόπῳ, «ἁλιαέες», ἄνεμοι οἱ διὰ θαλάσσης πνέοντες», Ἡσυχ. | |lstext='''ἁλιᾱής''': -ές, ([[ἄημι]]) ὁ πνέων πρὸς τὴν θάλασσαν ἢ διὰ θαλάσσης, μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 361· πρβλ. Nitzsch. ἐν τόπῳ, «ἁλιαέες», ἄνεμοι οἱ διὰ θαλάσσης πνέοντες», Ἡσυχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui souffle sur la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ἅλς]]¹, [[ἄημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:41, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (ἄημι)
A blowing seaward, Od. 4.361.
German (Pape)
[Seite 95] auf dem Meere wehend, Hom. einmal, Od. 4, 361 οὖροι ἁλιαέες.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιᾱής: -ές, (ἄημι) ὁ πνέων πρὸς τὴν θάλασσαν ἢ διὰ θαλάσσης, μόνον ἐν Ὀδ. Δ. 361· πρβλ. Nitzsch. ἐν τόπῳ, «ἁλιαέες», ἄνεμοι οἱ διὰ θαλάσσης πνέοντες», Ἡσυχ.