παραισθάνομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεικτον ἑαυτοῖς καταστῆσαι → refuse to admit him to their society

Source
(6_23)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παραισθάνομαι''': μέλλ. -αισθήσομαι· ἀποθ.· - παρατηρῶ ἢ [[ἀκούω]] [[περί]] τινος ἐν παρόδῳ, τινος Ξεν. Κύρ. 4. 2, 30· ἀπολ., οὐχὶ παρῃσθευ; Θεόκρ. 5. 120. ΙΙ. ἀντιλαμβάνομαι [[ἐσφαλμένως]], [[ὑπόκειμαι]] εἰς ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις, Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6.
|lstext='''παραισθάνομαι''': μέλλ. -αισθήσομαι· ἀποθ.· - παρατηρῶ ἢ [[ἀκούω]] [[περί]] τινος ἐν παρόδῳ, τινος Ξεν. Κύρ. 4. 2, 30· ἀπολ., οὐχὶ παρῃσθευ; Θεόκρ. 5. 120. ΙΙ. ἀντιλαμβάνομαι [[ἐσφαλμένως]], [[ὑπόκειμαι]] εἰς ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις, Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6.
}}
{{bailly
|btext=s’apercevoir secrètement de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[αἰσθάνομαι]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραισθάνομαι Medium diacritics: παραισθάνομαι Low diacritics: παραισθάνομαι Capitals: ΠΑΡΑΙΣΘΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: paraisthánomai Transliteration B: paraisthanomai Transliteration C: paraisthanomai Beta Code: paraisqa/nomai

English (LSJ)

   A remark or hear of by the way, τινος X.Cyr.4.2.30: abs., οὐχὶ παρῄσθευ; Theoc.5.120.    II misperceive, be subject to illusory perceptions, Pl.Tht.157e, Aret.SD1.6, Iamb.Protr.2.

German (Pape)

[Seite 480] (s. αἰσθάνομαι), nebenbei oder unter der Hand, auch falsch bemerken; neben παροράω u. παρακούω, Plat. Theaet. 157 e; ὡς παρῄσθοντο τῶν φευγόντων, πυθόμενοι τὸ γιγνόμενον, Xen. Cyr. 4, 2, 30; Sp.; absol., οὐχὶ παρῄσθευ; Theocr. 5, 120.

Greek (Liddell-Scott)

παραισθάνομαι: μέλλ. -αισθήσομαι· ἀποθ.· - παρατηρῶ ἢ ἀκούω περί τινος ἐν παρόδῳ, τινος Ξεν. Κύρ. 4. 2, 30· ἀπολ., οὐχὶ παρῃσθευ; Θεόκρ. 5. 120. ΙΙ. ἀντιλαμβάνομαι ἐσφαλμένως, ὑπόκειμαι εἰς ἐσφαλμένας ἀντιλήψεις, Πλάτ. Θεαίτ. 157Ε, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6.

French (Bailly abrégé)

s’apercevoir secrètement de, gén..
Étymologie: παρά, αἰσθάνομαι.