καταβόσκω: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβόσκω''': μέλλ. -βοσκήσω, [[βόσκω]] ποίμνια ἔν τινι τόπῳ, Λατ. depascere, χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων, περιληπτ. οἱ ποιμένες τῆς Σάμου, Θεόκρ. 15. 126. ― Μέσ., [[μετὰ]] μέσ. ἀορ. α΄ καὶ παθ. ἐπὶ βοσκομένου ποιμνίου, βόσκομαι, τρέφομαι, Λατ. depasci, Λόγγος 2. 16, Γεωπ. 2. 39, 2· [[καταβιβρώσκω]], [[καταναλίσκω]], [[φθείρω]], ἐπὶ λοιμοῦ, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 125· [[δέμας]] καταβόσκεται ἄτη Νικ. Θηρ. 244· ἡσυχίη δὲ πόλιν καταβόσκει, καθ’ ἅπασαν τὴν πόλιν βασιλεύει [[ἡσυχία]], Τρυφ. 503. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ.: «καταβόσκονται· τρέφονται. νέμονται. δαπανῶσιν». | |lstext='''καταβόσκω''': μέλλ. -βοσκήσω, [[βόσκω]] ποίμνια ἔν τινι τόπῳ, Λατ. depascere, χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων, περιληπτ. οἱ ποιμένες τῆς Σάμου, Θεόκρ. 15. 126. ― Μέσ., [[μετὰ]] μέσ. ἀορ. α΄ καὶ παθ. ἐπὶ βοσκομένου ποιμνίου, βόσκομαι, τρέφομαι, Λατ. depasci, Λόγγος 2. 16, Γεωπ. 2. 39, 2· [[καταβιβρώσκω]], [[καταναλίσκω]], [[φθείρω]], ἐπὶ λοιμοῦ, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 125· [[δέμας]] καταβόσκεται ἄτη Νικ. Θηρ. 244· ἡσυχίη δὲ πόλιν καταβόσκει, καθ’ ἅπασαν τὴν πόλιν βασιλεύει [[ἡσυχία]], Τρυφ. 503. ― [[Κατὰ]] τὸν Ἡσύχ.: «καταβόσκονται· τρέφονται. νέμονται. δαπανῶσιν». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=faire paître sur, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταβόσκομαι (<i>f.</i> καταβοσκηθήσομαι, <i>ao.</i> καταβοσκησάμην) paître ; <i>fig.</i> dévorer, dévaster.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βόσκω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:37, 9 August 2017
English (LSJ)
A feed flocks upon or in a place, ἀγρόν LXXEx.22.5(4); Χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων the shepherd of Samos, Theoc.15.126, cf. PSI4.346.5 (iii B.C.):—Med., with aor. 1 Med. and Pass., fut. Pass., of the flock, feed upon, Longus 2.16; καταβοσκηθήσονται βοτάνην Gp. 2.39.2; devour, consume, of disease or pestilence, Call.Dian.125; δέμας καταβόσκεται ἄτη Nic.Th.244; ἡσυχίη δὲ πόλιν κ. reigns throughout . ., Tryph.503.
German (Pape)
[Seite 1340] (s. βόσκω), abweiden, vom Hirten, abhüten, ὁ τὰν Σαμίαν καταβόσκων Theocr. 15, 127. – Med. von den Heerden, abweiden, abfressen, κῆπον αἲξ ἐμὴ κατεβοσκήσατο Long. 2, 16; übh. verzehren, aufreiben, κτήνεα λοιμὸς καταβόσκεται Callim. Dian. 125; Nic. Th. 125 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταβόσκω: μέλλ. -βοσκήσω, βόσκω ποίμνια ἔν τινι τόπῳ, Λατ. depascere, χὠ τὰν Σαμίαν καταβόσκων, περιληπτ. οἱ ποιμένες τῆς Σάμου, Θεόκρ. 15. 126. ― Μέσ., μετὰ μέσ. ἀορ. α΄ καὶ παθ. ἐπὶ βοσκομένου ποιμνίου, βόσκομαι, τρέφομαι, Λατ. depasci, Λόγγος 2. 16, Γεωπ. 2. 39, 2· καταβιβρώσκω, καταναλίσκω, φθείρω, ἐπὶ λοιμοῦ, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 125· δέμας καταβόσκεται ἄτη Νικ. Θηρ. 244· ἡσυχίη δὲ πόλιν καταβόσκει, καθ’ ἅπασαν τὴν πόλιν βασιλεύει ἡσυχία, Τρυφ. 503. ― Κατὰ τὸν Ἡσύχ.: «καταβόσκονται· τρέφονται. νέμονται. δαπανῶσιν».
French (Bailly abrégé)
faire paître sur, acc.;
Moy. καταβόσκομαι (f. καταβοσκηθήσομαι, ao. καταβοσκησάμην) paître ; fig. dévorer, dévaster.
Étymologie: κατά, βόσκω.