ἀπτόητος: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(6_20)
(6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπτόητος''': ποιητ. ἀπτοίητος, ον, μὴ πτοούμενος, [[ἄφοβος]], εἰς [[μόρον]] ἀπτοίητος ἑκούσιον εἶχε πορείην Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιθ΄, 88: ― Ἐπίρρ. -τως Φαλάριδ. Ἐπιστ. 103. Οὐσιαστ. ἀπτοησία, ἡ, Νείλου Ἐπιστ. 192 Βοασσ.
|lstext='''ἀπτόητος''': ποιητ. ἀπτοίητος, ον, μὴ πτοούμενος, [[ἄφοβος]], εἰς [[μόρον]] ἀπτοίητος ἑκούσιον εἶχε πορείην Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιθ΄, 88: ― Ἐπίρρ. -τως Φαλάριδ. Ἐπιστ. 103. Οὐσιαστ. ἀπτοησία, ἡ, Νείλου Ἐπιστ. 192 Βοασσ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπτόητος]], -ον, Α κ. -πτοίητος) [[πτοώ]]<br />αυτός που δεν πτοείται, [[άφοβος]], [[ατρόμητος]].
}}
}}

Revision as of 06:58, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπτόητος Medium diacritics: ἀπτόητος Low diacritics: απτόητος Capitals: ΑΠΤΟΗΤΟΣ
Transliteration A: aptóētos Transliteration B: aptoētos Transliteration C: aptoitos Beta Code: a)pto/htos

English (LSJ)

poet. ἀπτοίητος, ον,

   A undaunted, LXXJe.26(46).28, Nonn.D.22.355, Sch.Il.1.56, etc. Adv. -τως, θνῄσκειν Phalar.Ep. 103.2.

German (Pape)

[Seite 340] poet. ἀπτοίητος, unerschrocken.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπτόητος: ποιητ. ἀπτοίητος, ον, μὴ πτοούμενος, ἄφοβος, εἰς μόρον ἀπτοίητος ἑκούσιον εἶχε πορείην Νόνν. μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰωάνν. ιθ΄, 88: ― Ἐπίρρ. -τως Φαλάριδ. Ἐπιστ. 103. Οὐσιαστ. ἀπτοησία, ἡ, Νείλου Ἐπιστ. 192 Βοασσ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπτόητος, -ον, Α κ. -πτοίητος) πτοώ
αυτός που δεν πτοείται, άφοβος, ατρόμητος.