Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυανθής: Difference between revisions

From LSJ
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυανθής''': -ές, ([[ἀνθέω]])· [[πλήρης]] ἀνθέων ἢ ἀνθήσεως, ὕλη Ὀδ. Ξ. 353· ἔαρ Ὕμν. Ὀμ. 18. 17· πτερύγων χροίη Μόσχ. 2, 59· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Διοδ. Ἀποσπ. σ. 644. 49· ― ποιητ. θηλ. πολυάνθεα Νικ. Θηρ. 877.
|lstext='''πολυανθής''': -ές, ([[ἀνθέω]])· [[πλήρης]] ἀνθέων ἢ ἀνθήσεως, ὕλη Ὀδ. Ξ. 353· ἔαρ Ὕμν. Ὀμ. 18. 17· πτερύγων χροίη Μόσχ. 2, 59· [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Διοδ. Ἀποσπ. σ. 644. 49· ― ποιητ. θηλ. πολυάνθεα Νικ. Θηρ. 877.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />abondant en fleurs.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[ἄνθος]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

German (Pape)

[Seite 659] ές, sehr blühend; ὕλη, Od. 14, 353; H. h. 18, 17; auch αὖραι, ἔρωτες, Anacr. 48, 11. 53, 7; Mosch. 2, 59 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολυανθής: -ές, (ἀνθέωπλήρης ἀνθέων ἢ ἀνθήσεως, ὕλη Ὀδ. Ξ. 353· ἔαρ Ὕμν. Ὀμ. 18. 17· πτερύγων χροίη Μόσχ. 2, 59· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, Διοδ. Ἀποσπ. σ. 644. 49· ― ποιητ. θηλ. πολυάνθεα Νικ. Θηρ. 877.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
abondant en fleurs.
Étymologie: πολύς, ἄνθος.