Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λευκότριχος: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 3.61f.
(6_17)
(23)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκότριχος''': -ον, ἴδε ἐν λέξ. [[λευκόθριξ]].
|lstext='''λευκότριχος''': -ον, ἴδε ἐν λέξ. [[λευκόθριξ]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο και [[λευκόθριξ]], -τριχος, ο, η (AM [[λευκότριχος]], -ον και [[λευκόθριξ]])<br />αυτός που έχει λευκές [[τρίχες]], [[ασπρομάλλης]].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 35] s. λευκόθριξ.

Greek (Liddell-Scott)

λευκότριχος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. λευκόθριξ.

Greek Monolingual

-η, -ο και λευκόθριξ, -τριχος, ο, η (AM λευκότριχος, -ον και λευκόθριξ)
αυτός που έχει λευκές τρίχες, ασπρομάλλης.