λευκότριχος: Difference between revisions
From LSJ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible
(6_17) |
(23) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκότριχος''': -ον, ἴδε ἐν λέξ. [[λευκόθριξ]]. | |lstext='''λευκότριχος''': -ον, ἴδε ἐν λέξ. [[λευκόθριξ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο και [[λευκόθριξ]], -τριχος, ο, η (AM [[λευκότριχος]], -ον και [[λευκόθριξ]])<br />αυτός που έχει λευκές [[τρίχες]], [[ασπρομάλλης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:42, 29 September 2017
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
λευκότριχος: -ον, ἴδε ἐν λέξ. λευκόθριξ.
Greek Monolingual
-η, -ο και λευκόθριξ, -τριχος, ο, η (AM λευκότριχος, -ον και λευκόθριξ)
αυτός που έχει λευκές τρίχες, ασπρομάλλης.