μετασυλλογίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
(6_14)
 
(25)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετασυλλογίζομαι''': μέσ., ἐκ νέου συλλογίζομαι, Θεόδ. Μετοχ. σ. 463.
|lstext='''μετασυλλογίζομαι''': μέσ., ἐκ νέου συλλογίζομαι, Θεόδ. Μετοχ. σ. 463.
}}
{{grml
|mltxt=[[μετασυλλογίζομαι]] (Μ)<br />[[συλλογίζομαι]] εκ νέου.
}}
}}

Latest revision as of 07:38, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μετασυλλογίζομαι: μέσ., ἐκ νέου συλλογίζομαι, Θεόδ. Μετοχ. σ. 463.

Greek Monolingual

μετασυλλογίζομαι (Μ)
συλλογίζομαι εκ νέου.