ἀδυνασία: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδῠνᾰσία''': ἡ, = [[ἀδυναμία]], Ἡρόδ. 3. 79., 7. 172., Θουκ. 8. 8, μ. γεν. ἀδ. τοῦ λέγειν, ὁ αὐτ. 7. 8. - Οἱ τύποι ἀδυναστία, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 26, καὶ ἀδυνατία, Δεινόλοχος ἐν Α. Β. 345 [[εἶναι]] πιθανῶς σφάλματα, Λοβ. Φρύν. 508. | |lstext='''ἀδῠνᾰσία''': ἡ, = [[ἀδυναμία]], Ἡρόδ. 3. 79., 7. 172., Θουκ. 8. 8, μ. γεν. ἀδ. τοῦ λέγειν, ὁ αὐτ. 7. 8. - Οἱ τύποι ἀδυναστία, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 26, καὶ ἀδυνατία, Δεινόλοχος ἐν Α. Β. 345 [[εἶναι]] πιθανῶς σφάλματα, Λοβ. Φρύν. 508. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[ἀδυναμία]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀδύνατος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀδυναμία, Hdt.3.79, 7.172, Th.8.8: c. gen., ἀ. τοῦ λέγειν Id.7.8:—also ἀδυναστία, v.l. for -ασία in D.H.Dem.26, cf. Gloss. (ἀδύναστος, ib.), and ἀδυνατία, Dinol.9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδῠνᾰσία: ἡ, = ἀδυναμία, Ἡρόδ. 3. 79., 7. 172., Θουκ. 8. 8, μ. γεν. ἀδ. τοῦ λέγειν, ὁ αὐτ. 7. 8. - Οἱ τύποι ἀδυναστία, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 26, καὶ ἀδυνατία, Δεινόλοχος ἐν Α. Β. 345 εἶναι πιθανῶς σφάλματα, Λοβ. Φρύν. 508.