ἀορτέω: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀορτέω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἀείρω]], ἀπαντῶν μόνον κατὰ μετοχ. παθ. ἀορ. α΄ ἀορτηθείς, ἀναρτηθείς, κρεμασθείς, Ἀνθ. Π. 7.6,96. | |lstext='''ἀορτέω''': ἐκτεταμένος [[τύπος]] τοῦ [[ἀείρω]], ἀπαντῶν μόνον κατὰ μετοχ. παθ. ἀορ. α΄ ἀορτηθείς, ἀναρτηθείς, κρεμασθείς, Ἀνθ. Π. 7.6,96. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />élever, suspendre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀείρω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:43, 9 August 2017
English (LSJ)
lengthd. form of ἀείρω, found only in aor. 1 part. Pass.
A ἀορτηθείς hung up, suspended, AP7.696 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 273] = ἀείρω, nur ἀορτηθεὶς ἐκ πίτυος, an der Fichte aufgehängt, hangend, Arch. 22 (VII, 696).
Greek (Liddell-Scott)
ἀορτέω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἀείρω, ἀπαντῶν μόνον κατὰ μετοχ. παθ. ἀορ. α΄ ἀορτηθείς, ἀναρτηθείς, κρεμασθείς, Ἀνθ. Π. 7.6,96.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
élever, suspendre.
Étymologie: ἀείρω.