ὑμνοπόλος: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_16) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑμνοπόλος''': -ον, «ὁ περὶ τοὺς ὕμνους ἀναστρεφόμενος» Σουΐδ.· [[ὑμνοπόλος]] κεφαλὴ Φαλάρ. Ἐπιστ. 19· - ὡς οὐσιαστ., ὑμν., ὁ, [[ποιητής]], [[ὑμνητήρ]], Ἐμπεδ. 457, Σιμωνίδ. 116, Ἀνθολ. Π. 7· 18, κλπ. | |lstext='''ὑμνοπόλος''': -ον, «ὁ περὶ τοὺς ὕμνους ἀναστρεφόμενος» Σουΐδ.· [[ὑμνοπόλος]] κεφαλὴ Φαλάρ. Ἐπιστ. 19· - ὡς οὐσιαστ., ὑμν., ὁ, [[ποιητής]], [[ὑμνητήρ]], Ἐμπεδ. 457, Σιμωνίδ. 116, Ἀνθολ. Π. 7· 18, κλπ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui compose des hymnes ; ὁ [[ὑμνοπόλος]] poète d’hymnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[πολέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:26, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A composing songs of praise, κεφαλή Phalar.Ep.78.3. II Subst. -πόλος, ὁ, poet, minstrel, Emp.146, Simon.184, AP 7.18 (Antip.Thess.), etc.; ὑμνηπόλος, ὁ, Suid., prob. in IG14.1014.1.
German (Pape)
[Seite 1179] = ὑμνηπόλος; Emped. 407; Gaetul. 3 (VI, 190); Ant. Thess. 56 (VII, 18); M. Arg. 28 (XI, 87); δὁνακες Antp. Sid. 35 (Plan. 2201, u. öfter Anth. u. a. sp. D., wie Nonn. D. 11, 111.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνοπόλος: -ον, «ὁ περὶ τοὺς ὕμνους ἀναστρεφόμενος» Σουΐδ.· ὑμνοπόλος κεφαλὴ Φαλάρ. Ἐπιστ. 19· - ὡς οὐσιαστ., ὑμν., ὁ, ποιητής, ὑμνητήρ, Ἐμπεδ. 457, Σιμωνίδ. 116, Ἀνθολ. Π. 7· 18, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui compose des hymnes ; ὁ ὑμνοπόλος poète d’hymnes.
Étymologie: ὕμνος, πολέω.