δεσποτέω: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δεσποτέω''': δεσπόζω, [[μετὰ]] γεν., Πλάτ. Τιμ. 44Ε. – Παθ., δεσποτικῶς κυβερνῶμαι, πρὸς ἄλλης χερὸς Αἰσχύλ. Χο. 104· σῇ χερ ὶ Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 884· δεσποτούμενος [[βίος]], ἀντίθ. τῷ [[ἀνάρχετος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 527, πρβλ. 696. | |lstext='''δεσποτέω''': δεσπόζω, [[μετὰ]] γεν., Πλάτ. Τιμ. 44Ε. – Παθ., δεσποτικῶς κυβερνῶμαι, πρὸς ἄλλης χερὸς Αἰσχύλ. Χο. 104· σῇ χερ ὶ Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 884· δεσποτούμενος [[βίος]], ἀντίθ. τῷ [[ἀνάρχετος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 527, πρβλ. 696. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. part. prés. neutre</i> -οῦν;<br />être maître de ; <i>Pass.</i> être gouverné souverainement ; <i>abs.</i> [[βίος]] δ. ESCHL vie soumise à une règle.<br />'''Étymologie:''' [[δεσπότης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:51, 9 August 2017
English (LSJ)
A = δεσπόζω, c. gen., Pl.Ti.44d:—Pass., to be despotically ruled, πρὸς ἄλλης χερός A.Ch.104; σῇ χερί E.Heracl.884; δεσποτούμενος βίος, opp. ἀνάρχετος, A.Eu.527 (lyr.), cf. 696.
German (Pape)
[Seite 551] dasselbe, τινός Plat. Tim. 44 d; pass., δεσποτούμενος πρὸς ἄλλης χερός Aesch. Ch. 104; χερί Eur. Heracl. 884.
Greek (Liddell-Scott)
δεσποτέω: δεσπόζω, μετὰ γεν., Πλάτ. Τιμ. 44Ε. – Παθ., δεσποτικῶς κυβερνῶμαι, πρὸς ἄλλης χερὸς Αἰσχύλ. Χο. 104· σῇ χερ ὶ Εὐρ. Ἡρακλ. 884· δεσποτούμενος βίος, ἀντίθ. τῷ ἀνάρχετος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 527, πρβλ. 696.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. part. prés. neutre -οῦν;
être maître de ; Pass. être gouverné souverainement ; abs. βίος δ. ESCHL vie soumise à une règle.
Étymologie: δεσπότης.