αὐτοφόνος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτοφόνος''': -ον, ὁ ἑαυτὸν φονεύων, ὁ φονεύων τοὺς ἐκ τῆς [[ἑαυτοῦ]] οἰκογενείας, αὐτοφόνα κακὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 850, Ἀγ. 1091· [[παλάμη]] Ἀνθ. Π. 7. 149· πρβλ. [[αὐθέντης]]. ― Ἐπίρρ. -νως Αἰσχύλ. Ἱκ. 65· ― παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. [[ὄνομα]], υἰός τ’ Αὐτοφόνοιο, [[μενεπτόλεμος]] Πολυφόντης Ἰλ. Δ. 395.
|lstext='''αὐτοφόνος''': -ον, ὁ ἑαυτὸν φονεύων, ὁ φονεύων τοὺς ἐκ τῆς [[ἑαυτοῦ]] οἰκογενείας, αὐτοφόνα κακὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 850, Ἀγ. 1091· [[παλάμη]] Ἀνθ. Π. 7. 149· πρβλ. [[αὐθέντης]]. ― Ἐπίρρ. -νως Αἰσχύλ. Ἱκ. 65· ― παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. [[ὄνομα]], υἰός τ’ Αὐτοφόνοιο, [[μενεπτόλεμος]] Πολυφόντης Ἰλ. Δ. 395.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se tue <i>ou</i> tue les siens de sa main.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[πεφνεῖν]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοφόνος Medium diacritics: αὐτοφόνος Low diacritics: αυτοφόνος Capitals: ΑΥΤΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: autophónos Transliteration B: autophonos Transliteration C: aftofonos Beta Code: au)tofo/nos

English (LSJ)

ον,

   A murdering one's kin, αὐτοφόνα κακά A.Th.850 (lyr.), Ag.1091 (lyr.); παλάμη AP7.149 (Leont.). Adv. -νως A.Supp.65 (lyr.).    2 suicidal, Opp.C.2.480.    3 slaying with one's own hand, ib.4.290.

German (Pape)

[Seite 404] eigenhändig, sich selbst mordend, Aesch. Spt. 832 Ag. 1062; ebenso adv. αὐτοφόνως, Suppl. 63; αὐτοφόνος τύμβος Antiphil. 22 (IX, 68).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοφόνος: -ον, ὁ ἑαυτὸν φονεύων, ὁ φονεύων τοὺς ἐκ τῆς ἑαυτοῦ οἰκογενείας, αὐτοφόνα κακὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 850, Ἀγ. 1091· παλάμη Ἀνθ. Π. 7. 149· πρβλ. αὐθέντης. ― Ἐπίρρ. -νως Αἰσχύλ. Ἱκ. 65· ― παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, υἰός τ’ Αὐτοφόνοιο, μενεπτόλεμος Πολυφόντης Ἰλ. Δ. 395.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se tue ou tue les siens de sa main.
Étymologie: αὐτός, πεφνεῖν.