μαγειρίσκος: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
(6_15) |
(23) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰγειρίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[μάγειρος]], Ἀθήν. 292Ε. | |lstext='''μᾰγειρίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[μάγειρος]], Ἀθήν. 292Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαγειρίσκος]], ὁ (Α) [[μάγειρος]]<br />υποκορ. του [[μάγειρος]], ως [[επωνυμία]] σοφιστών («[[ἄλλος]] σοφιστὴς [[μαγειρίσκος]] [[τάδε]] λέγει», <b>Αθήν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, Dim. of μάγειρος, Ath.7.292e.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγειρίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ μάγειρος, Ἀθήν. 292Ε.
Greek Monolingual
μαγειρίσκος, ὁ (Α) μάγειρος
υποκορ. του μάγειρος, ως επωνυμία σοφιστών («ἄλλος σοφιστὴς μαγειρίσκος τάδε λέγει», Αθήν.).