ἱμαντοπάροχος: Difference between revisions
From LSJ
(6_15) |
(17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱμαντοπάροχος''': ὁ, ὁ παρέχων ἱμάντας διὰ τοὺς ἀγῶνας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ D. 6. | |lstext='''ἱμαντοπάροχος''': ὁ, ὁ παρέχων ἱμάντας διὰ τοὺς ἀγῶνας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ D. 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱμαντοπάροχος]], ὁ (Α)<br />αυτός που παρέχει ιμάντες για τους αγώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱμάς]], -<i>άντος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>παροχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[παρέχω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελαιο</i>-[[πάροχος]], <i>υδρο</i>-[[πάροχος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A purveyor of straps, etc., for the races, CIG2758 D6 (Aphrodisias).
Greek (Liddell-Scott)
ἱμαντοπάροχος: ὁ, ὁ παρέχων ἱμάντας διὰ τοὺς ἀγῶνας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ D. 6.
Greek Monolingual
ἱμαντοπάροχος, ὁ (Α)
αυτός που παρέχει ιμάντες για τους αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -παροχος (< παρέχω), πρβλ. ελαιο-πάροχος, υδρο-πάροχος.