ἱμαντοπάροχος

From LSJ

Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht

Menander, Monostichoi, 369
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμαντοπάροχος Medium diacritics: ἱμαντοπάροχος Low diacritics: ιμαντοπάροχος Capitals: ΙΜΑΝΤΟΠΑΡΟΧΟΣ
Transliteration A: himantopárochos Transliteration B: himantoparochos Transliteration C: imantoparochos Beta Code: i(mantopa/roxos

English (LSJ)

ὁ, purveyor of straps, etc., for the races, CIG2758 D6 (Aphrodisias).

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντοπάροχος: ὁ, ὁ παρέχων ἱμάντας διὰ τοὺς ἀγῶνας, Συλλ. Ἐπιγρ. 2758 ΙΙΙ D. 6.

Greek Monolingual

ἱμαντοπάροχος, ὁ (Α)
αυτός που παρέχει ιμάντες για τους αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + -παροχος (< παρέχω), πρβλ. ελαιοπάροχος, υδροπάροχος.