εἴσπλοος: Difference between revisions
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
(6_20) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἴσπλοος''': συνῃρ. -πλους, ὁ, τὸ εἰσπλέειν, ἡ [[εἰσέλευσις]] πλοίου εἰς λιμένα, Θουκ. 7. 22, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 9. ΙΙ. ἡ [[εἴσοδος]] λιμένος, οἱ ἔσπλοι τοῦ λιμένος Θουκ. 4. 8˙ οἱ ἔσπλοι ὁ αὐτ. 7. 24˙ λιμὴν στενόν τινα ἔχων εἴσπλουν Πλάτ. Τίμ. 25Α. | |lstext='''εἴσπλοος''': συνῃρ. -πλους, ὁ, τὸ εἰσπλέειν, ἡ [[εἰσέλευσις]] πλοίου εἰς λιμένα, Θουκ. 7. 22, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 9. ΙΙ. ἡ [[εἴσοδος]] λιμένος, οἱ ἔσπλοι τοῦ λιμένος Θουκ. 4. 8˙ οἱ ἔσπλοι ὁ αὐτ. 7. 24˙ λιμὴν στενόν τινα ἔχων εἴσπλουν Πλάτ. Τίμ. 25Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[εἴσπλους]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
contr. εἴσπλους, ὁ,
A sailing in of ships, βιάσασθαι τὸν ἔσ. Th.7.22, cf. 24 (pl.), X.HG2.2.9. 2 right of entry, εἶναι αὐτῷ εἴ. καὶ ἔκπλουν αὐτοῖς εἶναι καὶ ἐν πολέμῳ καὶ ἐν εἰρήνῃ IG12(7).8 (Amor-gos), etc. II entrance of a harbour, Th.4.8 (pl.); λιμὴν στενόν τινα ἔχων εἴ. Pl.Ti.25a.
German (Pape)
[Seite 745] ὁ, zsgzgn -πλους, ὁ, das Einlaufen der Schiffe; Her. 6, 33; Thuc. 7, 22 u. Folgde; auch der Ort, wo die Schiffe einlaufen, τοῦ λιμένος Thuc. 4, 8; Plat. Tim. 25 a u. A.
Greek (Liddell-Scott)
εἴσπλοος: συνῃρ. -πλους, ὁ, τὸ εἰσπλέειν, ἡ εἰσέλευσις πλοίου εἰς λιμένα, Θουκ. 7. 22, Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 9. ΙΙ. ἡ εἴσοδος λιμένος, οἱ ἔσπλοι τοῦ λιμένος Θουκ. 4. 8˙ οἱ ἔσπλοι ὁ αὐτ. 7. 24˙ λιμὴν στενόν τινα ἔχων εἴσπλουν Πλάτ. Τίμ. 25Α.
French (Bailly abrégé)
v. εἴσπλους.