Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποσκοτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσκοτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[σκοτίζω]], ἀμαυρῶ, [[μετὰ]] γεν., τῆς ἐκείνου [τοῦ θεοῦ] ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Πορφύρ. πρὸς Μαρκέλλαν σ. 26 (376 ἐκδ. δευτ.) Mai. II. ἀποσύρομαι ἀπὸ τῆς θέσεώς μου [[ὅπως]] ἡ [[σκιά]] μου μὴ ἐπισκοτίζῃ τινά, σμικρὸν ἀποσκοτίσαι κελεύοντος Πλούτ. 2. 605D· ἀνθ’ οὗ ἀποσκότησόν μου εὕρηται ἐν ταῖς ἐκδόσεσι Διογ. Λ. 6. 38, ὡς εἰ ἐκ ῥημ. ἀποσκοτέω.
|lstext='''ἀποσκοτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[σκοτίζω]], ἀμαυρῶ, [[μετὰ]] γεν., τῆς ἐκείνου [τοῦ θεοῦ] ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Πορφύρ. πρὸς Μαρκέλλαν σ. 26 (376 ἐκδ. δευτ.) Mai. II. ἀποσύρομαι ἀπὸ τῆς θέσεώς μου [[ὅπως]] ἡ [[σκιά]] μου μὴ ἐπισκοτίζῃ τινά, σμικρὸν ἀποσκοτίσαι κελεύοντος Πλούτ. 2. 605D· ἀνθ’ οὗ ἀποσκότησόν μου εὕρηται ἐν ταῖς ἐκδόσεσι Διογ. Λ. 6. 38, ὡς εἰ ἐκ ῥημ. ἀποσκοτέω.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀπεσκότισα;<br />faire ombre à distance de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σκοτίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκοτίζω Medium diacritics: ἀποσκοτίζω Low diacritics: αποσκοτίζω Capitals: ΑΠΟΣΚΟΤΙΖΩ
Transliteration A: aposkotízō Transliteration B: aposkotizō Transliteration C: aposkotizo Beta Code: a)poskoti/zw

English (LSJ)

   A darken, c. gen., τῆς ἐκείνου [θεοῦ] ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.Marc.13.    II remove darkness, σμικρὸν ἀποσκοτίσαι κελεύοντος stand out of his light, Plu.2.605e; ἀποσκότησόν μου is f.l. in D.L.6.38.

German (Pape)

[Seite 325] den Schatten wegnehmen, σμικρὸν ἀποσκοτίσαι, ein wenig aus dem Lichte gehen, Plut. de exil. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκοτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, σκοτίζω, ἀμαυρῶ, μετὰ γεν., τῆς ἐκείνου [τοῦ θεοῦ] ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Πορφύρ. πρὸς Μαρκέλλαν σ. 26 (376 ἐκδ. δευτ.) Mai. II. ἀποσύρομαι ἀπὸ τῆς θέσεώς μου ὅπωςσκιά μου μὴ ἐπισκοτίζῃ τινά, σμικρὸν ἀποσκοτίσαι κελεύοντος Πλούτ. 2. 605D· ἀνθ’ οὗ ἀποσκότησόν μου εὕρηται ἐν ταῖς ἐκδόσεσι Διογ. Λ. 6. 38, ὡς εἰ ἐκ ῥημ. ἀποσκοτέω.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπεσκότισα;
faire ombre à distance de, gén..
Étymologie: ἀπό, σκοτίζω.