ἑκατέρωθεν: Difference between revisions

From LSJ

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
(6_7)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑκᾰτέρωθεν''': ἐπίρρ., ἐξ ἑκατέρου μέρους, ὡς τὸ ποιητ. ἑκάτερθεν, Ἡρόδ. 3. 102, Θουκ. 2. 75· [[μετὰ]] γεν., ἐκ τῆς πόλεως ὁ αὐτ. 3. 6· τὸ ἑκ. [[μέρος]] Πλάτ. Φαίδων 112Ε. 2) ἐξ ἑκατέρου μέρους, δηλ. καὶ πρὸς πατρὸς καὶ πρὸς μητρός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 374.
|lstext='''ἑκᾰτέρωθεν''': ἐπίρρ., ἐξ ἑκατέρου μέρους, ὡς τὸ ποιητ. ἑκάτερθεν, Ἡρόδ. 3. 102, Θουκ. 2. 75· [[μετὰ]] γεν., ἐκ τῆς πόλεως ὁ αὐτ. 3. 6· τὸ ἑκ. [[μέρος]] Πλάτ. Φαίδων 112Ε. 2) ἐξ ἑκατέρου μέρους, δηλ. καὶ πρὸς πατρὸς καὶ πρὸς μητρός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 374.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en venant de chacun des deux côtés, des deux côtés.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκάτερος]], -θεν.
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτέρωθεν Medium diacritics: ἑκατέρωθεν Low diacritics: εκατέρωθεν Capitals: ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ
Transliteration A: hekatérōthen Transliteration B: hekaterōthen Transliteration C: ekaterothen Beta Code: e(kate/rwqen

English (LSJ)

Adv.

   A on each side, on either hand, Hdt.3.102, Th.2.75 : c. gen., ἑ. τῆς πόλεως Id.3.6 ; τὸ ἑ. μέρος Pl.Phd.112e ; at each end, Gp.5.27.4.    2 on both sides, by father and mother, Poll.8.85.

German (Pape)

[Seite 752] von jeder von beiden Seiten her, von beiden Seiten her, so daß sie einzeln gedacht werden; Thuc. 2, 75; τῆς πόλεως 3, 6; Xen. Cyr. 3, 3, 9; τὸ ἑκ. μέρος Plat. Phaed. 112 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτέρωθεν: ἐπίρρ., ἐξ ἑκατέρου μέρους, ὡς τὸ ποιητ. ἑκάτερθεν, Ἡρόδ. 3. 102, Θουκ. 2. 75· μετὰ γεν., ἐκ τῆς πόλεως ὁ αὐτ. 3. 6· τὸ ἑκ. μέρος Πλάτ. Φαίδων 112Ε. 2) ἐξ ἑκατέρου μέρους, δηλ. καὶ πρὸς πατρὸς καὶ πρὸς μητρός, Ἀριστ. Ἀποσπ. 374.

French (Bailly abrégé)

adv.
en venant de chacun des deux côtés, des deux côtés.
Étymologie: ἑκάτερος, -θεν.