εὐκατάβλητος: Difference between revisions
From LSJ
Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand
(6_17) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκατάβλητος''': -ον, ὁ εὐχερῶς καταβαλλόμενος, Ἰω. Χρυσ. τ. 8. σ. 51G. | |lstext='''εὐκατάβλητος''': -ον, ὁ εὐχερῶς καταβαλλόμενος, Ἰω. Χρυσ. τ. 8. σ. 51G. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐκατάβλητος]], -ον)<br />αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>βλητος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[κατά]]-<i>βλητος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easily overthrown, Eust. 1055.51.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht niederzustürzen, Chrysost.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάβλητος: -ον, ὁ εὐχερῶς καταβαλλόμενος, Ἰω. Χρυσ. τ. 8. σ. 51G.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐκατάβλητος, -ον)
αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-βλητος (< κατα-βάλλω), πρβλ. α-κατά-βλητος].