κλισίον: Difference between revisions

From LSJ

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source
(6_21)
(20)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλῑσίον''': τό, ἐξωτερικὸς [[οἶκος]], αὐλὴ [[ὑπόστεγος]] χρησιμεύουσα ὡς σταθμὸς ὑποζυγίων καὶ ὡς [[ἐργαστήριον]], τῆς οἰκίας τὸ κλ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 2· τριῶν ἡμῖν οὐσῶν οἰκιῶν…, [[κλισίον]] μισθωσάμενοι Λυσ. 121. 55· [[δυσώνυμος]] [[οἰκία]], [[πορνεῖον]], Δημ. 270. 10. Ἡ [[ποσότης]] τῆς λέξεως ταύτης ὁρίζεται ἐκ τοῦ Ἀντιφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Δράκ. 37. 19, Ἐτυμ. Μέγ. 520. 14, [[ἔνθα]] [[ὡσαύτως]] λέγεται ὅτι [[εἶναι]] παροξύτ.· ὁ Δινδ. ἀκολουθεῖ τοῖς Γραμμ. τούτοις καὶ τῷ Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1957. 62, γράφων: κλεισίον ἐκ τοῦ [[κλείω]], πρβλ. [[κλισιάδες]]· ἐνῷ τὸ Ὁμηρ. [[κλίσιον]] πρέπει νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν √ΚΛΙ, [[κλίνω]].
|lstext='''κλῑσίον''': τό, ἐξωτερικὸς [[οἶκος]], αὐλὴ [[ὑπόστεγος]] χρησιμεύουσα ὡς σταθμὸς ὑποζυγίων καὶ ὡς [[ἐργαστήριον]], τῆς οἰκίας τὸ κλ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 2· τριῶν ἡμῖν οὐσῶν οἰκιῶν…, [[κλισίον]] μισθωσάμενοι Λυσ. 121. 55· [[δυσώνυμος]] [[οἰκία]], [[πορνεῖον]], Δημ. 270. 10. Ἡ [[ποσότης]] τῆς λέξεως ταύτης ὁρίζεται ἐκ τοῦ Ἀντιφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Δράκ. 37. 19, Ἐτυμ. Μέγ. 520. 14, [[ἔνθα]] [[ὡσαύτως]] λέγεται ὅτι [[εἶναι]] παροξύτ.· ὁ Δινδ. ἀκολουθεῖ τοῖς Γραμμ. τούτοις καὶ τῷ Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1957. 62, γράφων: κλεισίον ἐκ τοῦ [[κλείω]], πρβλ. [[κλισιάδες]]· ἐνῷ τὸ Ὁμηρ. [[κλίσιον]] πρέπει νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν √ΚΛΙ, [[κλίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κλισίον]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κλεισίον]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑσίον Medium diacritics: κλισίον Low diacritics: κλισίον Capitals: ΚΛΙΣΙΟΝ
Transliteration A: klisíon Transliteration B: klision Transliteration C: klision Beta Code: klisi/on

English (LSJ)

   A v. κλεισίον.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑσίον: τό, ἐξωτερικὸς οἶκος, αὐλὴ ὑπόστεγος χρησιμεύουσα ὡς σταθμὸς ὑποζυγίων καὶ ὡς ἐργαστήριον, τῆς οἰκίας τὸ κλ. Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 2· τριῶν ἡμῖν οὐσῶν οἰκιῶν…, κλισίον μισθωσάμενοι Λυσ. 121. 55· δυσώνυμος οἰκία, πορνεῖον, Δημ. 270. 10. Ἡ ποσότης τῆς λέξεως ταύτης ὁρίζεται ἐκ τοῦ Ἀντιφ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Δράκ. 37. 19, Ἐτυμ. Μέγ. 520. 14, ἔνθα ὡσαύτως λέγεται ὅτι εἶναι παροξύτ.· ὁ Δινδ. ἀκολουθεῖ τοῖς Γραμμ. τούτοις καὶ τῷ Αἰλ. Διον. παρ’ Εὐστ. 1957. 62, γράφων: κλεισίον ἐκ τοῦ κλείω, πρβλ. κλισιάδες· ἐνῷ τὸ Ὁμηρ. κλίσιον πρέπει νὰ ἀναφέρηται εἰς τὴν √ΚΛΙ, κλίνω.

Greek Monolingual

κλισίον, τὸ (Α)
βλ. κλεισίον.