ὑψίκρημνος: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
(6_18)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψίκρημνος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἐπὶ ὄρους, ὑπορείην ὑψικρήμνοιο Μίμαντος Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 6. 5· πρβλ. [[ὑψηλόκρημνος]]. ΙΙ. ἐπὶ [[πόλεων]], ᾠκοδομημένος ἐπὶ ὑψηλοῦ κρημνοῦ, [[πόλισμα]] Αἰσχύλ. Προμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 28.
|lstext='''ὑψίκρημνος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἐπὶ ὄρους, ὑπορείην ὑψικρήμνοιο Μίμαντος Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 6. 5· πρβλ. [[ὑψηλόκρημνος]]. ΙΙ. ἐπὶ [[πόλεων]], ᾠκοδομημένος ἐπὶ ὑψηλοῦ κρημνοῦ, [[πόλισμα]] Αἰσχύλ. Προμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 28.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />bâti sur une hauteur escarpée.<br />'''Étymologie:''' [[ὕψι]], [[κρημνός]].
}}
}}

Revision as of 20:12, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐκρημνος Medium diacritics: ὑψίκρημνος Low diacritics: υψίκρημνος Capitals: ΥΨΙΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: hypsíkrēmnos Transliteration B: hypsikrēmnos Transliteration C: ypsikrimnos Beta Code: u(yi/krhmnos

English (LSJ)

ον,

   A with high crags, Μίμας Hom.Epigr.6.5.    II built on a high crag, πόλισμα A.Pr.421 (lyr.), cf. Fr.32.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψίκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἐπὶ ὄρους, ὑπορείην ὑψικρήμνοιο Μίμαντος Ὁμηρ. Ἐπιγράμμ. 6. 5· πρβλ. ὑψηλόκρημνος. ΙΙ. ἐπὶ πόλεων, ᾠκοδομημένος ἐπὶ ὑψηλοῦ κρημνοῦ, πόλισμα Αἰσχύλ. Προμ. 421, πρβλ. Ἀποσπ. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti sur une hauteur escarpée.
Étymologie: ὕψι, κρημνός.