νυκτιλόχος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(6_17)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτῐλόχος''': -ον, ὁ ἐν νυκτὶ ἐνεδρεύων, [[λῃστής]], Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 18· ― νυκτιλοχέω, Βυζ., Ἡσύχ.
|lstext='''νυκτῐλόχος''': -ον, ὁ ἐν νυκτὶ ἐνεδρεύων, [[λῃστής]], Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 18· ― νυκτιλοχέω, Βυζ., Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτιλόχος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που ενεδρεύει, που παραφυλάει τη [[νύχτα]] («τὸ αἴτιον [[νυκτιλόχος]] [[μανία]]» — η [[μανία]] που εκδηλώνεται [[κατά]] τη [[νύχτα]], <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[λόχος]] (<b>πρβλ.</b> <i>βωμο</i>-[[λόχος]])].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐλόχος Medium diacritics: νυκτιλόχος Low diacritics: νυκτιλόχος Capitals: ΝΥΚΤΙΛΟΧΟΣ
Transliteration A: nyktilóchos Transliteration B: nyktilochos Transliteration C: nyktilochos Beta Code: nuktilo/xos

English (LSJ)

ον,

   A lying in wait by night, Theognost.Can.84, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐλόχος: -ον, ὁ ἐν νυκτὶ ἐνεδρεύων, λῃστής, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιθ΄, 18· ― νυκτιλοχέω, Βυζ., Ἡσύχ.

Greek Monolingual

νυκτιλόχος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ενεδρεύει, που παραφυλάει τη νύχτα («τὸ αἴτιον νυκτιλόχος μανία» — η μανία που εκδηλώνεται κατά τη νύχτα, Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λόχος (πρβλ. βωμο-λόχος)].