νεκροβόρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
(6_15)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεκροβόρος''': -ον, (βορὰ) ὁ νεκρὰ σώματα καταβιβρώσκων, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 368Α, Εὐσέβ. VI, 557Α, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1264Α.
|lstext='''νεκροβόρος''': -ον, (βορὰ) ὁ νεκρὰ σώματα καταβιβρώσκων, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 368Α, Εὐσέβ. VI, 557Α, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1264Α.
}}
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[νεκροβόρος]], -ον)<br />αυτός που τρώγει πτώματα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νεκρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βόρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]]), <b>πρβλ.</b> <i>θυμο</i>-<i>βόρος</i>, <i>ωμο</i>-<i>βόρος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροβόρος Medium diacritics: νεκροβόρος Low diacritics: νεκροβόρος Capitals: ΝΕΚΡΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: nekrobóros Transliteration B: nekroboros Transliteration C: nekrovoros Beta Code: nekrobo/ros

English (LSJ)

ον,

   A corpse-devouring, Cyran.17.

German (Pape)

[Seite 237] Todte fressend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεκροβόρος: -ον, (βορὰ) ὁ νεκρὰ σώματα καταβιβρώσκων, Ὠριγέν. ΙΙΙ, 368Α, Εὐσέβ. VI, 557Α, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ, 1264Α.

Greek Monolingual

-ο (Α νεκροβόρος, -ον)
αυτός που τρώγει πτώματα
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων σαρκοφάγων εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + -βόρος (< βορά), πρβλ. θυμο-βόρος, ωμο-βόρος].