τροφόεις: Difference between revisions
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(6_8) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τροφόεις''': εσσα, εν, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[εὐτραφής]], [[συμπαγής]], [[μέγας]], κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ [[μεγάλως]] αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. [[τρόφις]], [[πηγός]]. | |lstext='''τροφόεις''': εσσα, εν, ([[τρέφω]]) [[καλῶς]] τεθραμμένος, [[εὐτραφής]], [[συμπαγής]], [[μέγας]], κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ [[μεγάλως]] αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. [[τρόφις]], [[πηγός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br /><i>c.</i> [[τρόφις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:11, 9 August 2017
English (LSJ)
εσσα, εν, (τρέφω)
A well-fed, stout, large, big, κύματά τε τροφόεντα Il.15.621, Od.3.290 (v. τροφέω).
Greek (Liddell-Scott)
τροφόεις: εσσα, εν, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, εὐτραφής, συμπαγής, μέγας, κύματά τε τροφόεντα, συμπαγῆ καὶ μεγάλως αὐξανόμενα, Ἰλ. Ο. 621, Ὀδ. Γ. 290· πρβλ. τρόφις, πηγός.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
c. τρόφις.