εὐλύγιστος: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(6_15) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐλύγιστος''': -ον, (λῠγίζω), εὐκόλως λυγιζόμενος, [[εὔκαμπτος]], Εὐστ. 73. 20. | |lstext='''εὐλύγιστος''': -ον, (λῠγίζω), εὐκόλως λυγιζόμενος, [[εὔκαμπτος]], Εὐστ. 73. 20. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[εὐλύγιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πράγματα) αυτός που λυγίζει, που κάμπτεται εύκολα, ο [[εύκαμπτος]] («ευλύγιστα κλαριά»)<br /><b>2.</b> (για [[μέλη]] του σώματος) [[ευκίνητος]], [[εύκαμπτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τον χαρακτήρα) [[ευμετάβλητος]], [[άστατος]] («ευλύγιστη [[συνείδηση]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λυγιστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[λυγίζω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (λῠγίζω)
A flexible, EM530.56, Eust.73.19.
German (Pape)
[Seite 1079] leicht zu biegen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
εὐλύγιστος: -ον, (λῠγίζω), εὐκόλως λυγιζόμενος, εὔκαμπτος, Εὐστ. 73. 20.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ εὐλύγιστος, -ον)
1. (για πράγματα) αυτός που λυγίζει, που κάμπτεται εύκολα, ο εύκαμπτος («ευλύγιστα κλαριά»)
2. (για μέλη του σώματος) ευκίνητος, εύκαμπτος
νεοελλ.
(για τον χαρακτήρα) ευμετάβλητος, άστατος («ευλύγιστη συνείδηση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λυγιστός (< λυγίζω)].