καθελίσσω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθελίσσω''': Ἰων. [[κατειλίσσω]], [[τυλίσσω]] τι διά τινος πράγματος, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ [[σῶμα]] σινδόνος... τελαμῶσι, ἐπὶ τῶν ταριχευομένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· ἐπὶ τραυμάτων, ὁ αὐτ. 7. 181. ― Παθ. τὰς κνήμας ῥάκεσι.. κατειλίχατο (γ΄ πληθ. ὑπερσ.) [[αὐτόθι]] 76· κατειλίχθαι ταινίῃ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.
|lstext='''καθελίσσω''': Ἰων. [[κατειλίσσω]], [[τυλίσσω]] τι διά τινος πράγματος, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ [[σῶμα]] σινδόνος... τελαμῶσι, ἐπὶ τῶν ταριχευομένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· ἐπὶ τραυμάτων, ὁ αὐτ. 7. 181. ― Παθ. τὰς κνήμας ῥάκεσι.. κατειλίχατο (γ΄ πληθ. ὑπερσ.) [[αὐτόθι]] 76· κατειλίχθαι ταινίῃ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ pl.pqp. Pass. ion.</i> [[κατειλίχατο]];<br />envelopper.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἑλίσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθελίσσω Medium diacritics: καθελίσσω Low diacritics: καθελίσσω Capitals: ΚΑΘΕΛΙΣΣΩ
Transliteration A: kathelíssō Transliteration B: kathelissō Transliteration C: kathelisso Beta Code: kaqeli/ssw

English (LSJ)

Ion. κατειλίσσω, Att. aor. part. κατειλίξας (v. infr.),

   A wrap with bandages, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ σῶμα σινδόνος . . τελαμῶσι, of mummies, Hdt.2.86; of wounds, Id.7.181; σώματα σπαργάνοις καθειλίξαντες Max.Tyr.36.2 (v.l. κατ-) ; καττίτερον . . κατειλίξας ἐρίοις IG22.204.32 (iv B.C.); καθελίξας, v.l. κατελλ-, κατελ-, Hp.Nat.Mul. 32:—Pass., τὰς κνήμας ῥάκεσι . . κατειλίχατο (3pl. plpf.) Hdt.7.76; κατειλίχθαι ταινίῃ Hp.Art.5; ἐρίοις . . καθείλικτο Gal.UP4.9; ὅταν κατελιχθῇ Ath.Mech.24.8.    II of a serpent, drag down in its coils, συνέσφιγγεν ἅπαντα, καθελίττων ἐς τὴν ἑαυτοῦ Χειάν Eun.Hist.p.257 D.

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἑλίσσω, κατειλίχατο, plusqpf. pass., = κατειλιγμένοι ἦσαν, τὰς κνήμας ῥάκεσι, Her. 7, 76), umwickeln, τὰ ἕλκεα τελαμῶσι Her. 7, 181.

Greek (Liddell-Scott)

καθελίσσω: Ἰων. κατειλίσσω, τυλίσσω τι διά τινος πράγματος, κατειλίσσουσι πᾶν τὸ σῶμα σινδόνος... τελαμῶσι, ἐπὶ τῶν ταριχευομένων σωμάτων, Ἡρόδ. 2. 86· ἐπὶ τραυμάτων, ὁ αὐτ. 7. 181. ― Παθ. τὰς κνήμας ῥάκεσι.. κατειλίχατο (γ΄ πληθ. ὑπερσ.) αὐτόθι 76· κατειλίχθαι ταινίῃ Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl.pqp. Pass. ion. κατειλίχατο;
envelopper.
Étymologie: κατά, ἑλίσσω.