ποικιλοφόρμιγξ: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ποικῐλοφόρμιγξ''': -ιγγος, ὁ, ἡ, συνοδευόμενος διὰ τῶν ποικίλων φθόγγων τῆς φόρμιγγος, ἀοιδὰ Πινδ. Ο. 4. 4. | |lstext='''ποικῐλοφόρμιγξ''': -ιγγος, ὁ, ἡ, συνοδευόμενος διὰ τῶν ποικίλων φθόγγων τῆς φόρμιγγος, ἀοιδὰ Πινδ. Ο. 4. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιγγος (ὁ, ἡ)<br />accompagné des sons variés de la lyre.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[φόρμιγξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ιγγος, ὁ, ἡ,
A accompanied by the various notes of the lyre, ἀοιδά Pi.O.4.3.
German (Pape)
[Seite 650] von mannichfachen Tönen der Phorminx, kunstvoll begleitet, Pind. Ol. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλοφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, συνοδευόμενος διὰ τῶν ποικίλων φθόγγων τῆς φόρμιγγος, ἀοιδὰ Πινδ. Ο. 4. 4.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
accompagné des sons variés de la lyre.
Étymologie: ποικίλος, φόρμιγξ.