ἐνερεύγομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft

Menander, Monostichoi, 549
(6_5)
(12)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνερεύγομαι''': ἀποθ., [[ἐρεύγομαι]] [[ἐπάνω]] εἴς τινα, γυίοις ἐνερεύγεται ἰὸν Νικ. Θηρ. 185: ― [[ὡσαύτως]] κατ’ ἐνεργ. ἀόρ. β΄, ἔμοιγέ τοι τυροῦ κάκιστον [[ἀρτίως]] ἐνήρῠγεν Ἀριστοφ. Σφ. 913.
|lstext='''ἐνερεύγομαι''': ἀποθ., [[ἐρεύγομαι]] [[ἐπάνω]] εἴς τινα, γυίοις ἐνερεύγεται ἰὸν Νικ. Θηρ. 185: ― [[ὡσαύτως]] κατ’ ἐνεργ. ἀόρ. β΄, ἔμοιγέ τοι τυροῦ κάκιστον [[ἀρτίως]] ἐνήρῠγεν Ἀριστοφ. Σφ. 913.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐνερεύγομαι]] (Α) [[ερεύγομαι]]<br /><b>1.</b> [[ρεύομαι]]<br /><b>2.</b> [[κάνω]] εμετό, [[ξερνώ]].
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνερεύγομαι Medium diacritics: ἐνερεύγομαι Low diacritics: ενερεύγομαι Capitals: ΕΝΕΡΕΥΓΟΜΑΙ
Transliteration A: enereúgomai Transliteration B: enereugomai Transliteration C: enereygomai Beta Code: e)nereu/gomai

English (LSJ)

   A belch on, γυίοις ἰόν Nic.Th.185: also aor.2 Act., ἔμοιγε . . τυροῦ κάκιστον . . ἐνήρῠγεν Ar.V.913.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνερεύγομαι: ἀποθ., ἐρεύγομαι ἐπάνω εἴς τινα, γυίοις ἐνερεύγεται ἰὸν Νικ. Θηρ. 185: ― ὡσαύτως κατ’ ἐνεργ. ἀόρ. β΄, ἔμοιγέ τοι τυροῦ κάκιστον ἀρτίως ἐνήρῠγεν Ἀριστοφ. Σφ. 913.

Greek Monolingual

ἐνερεύγομαι (Α) ερεύγομαι
1. ρεύομαι
2. κάνω εμετό, ξερνώ.