κυλιστικός: Difference between revisions
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(6_11) |
(22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κῠλιστικός''': -ή, -όν, ἠσκημένος εἰς τὸ κυλίεσθαι· ὡς οὐσιαστ., παλαιστὴς ἐξακολουθῶν νὰ παλαίῃ ἐνῷ κυλίεται ἐν τῇ κονίᾳ, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ι. 4. 81. | |lstext='''κῠλιστικός''': -ή, -όν, ἠσκημένος εἰς τὸ κυλίεσθαι· ὡς οὐσιαστ., παλαιστὴς ἐξακολουθῶν νὰ παλαίῃ ἐνῷ κυλίεται ἐν τῇ κονίᾳ, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ι. 4. 81. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυλιστικός]], -ή, -όν (Α) [[κυλίνδω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ασκηθεί στο [[κύλισμα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κυλιστικός]]<br />ο [[παλαιστής]] που αγωνιζόταν και νικούσε τον αντίπαλὀ του [[κυλιόμενος]] στο [[έδαφος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A practised in rolling: Subst. κ., ὁ, wrestler, who struggles on while rolling in the dust, Sch.Pi.I.4.81.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλιστικός: -ή, -όν, ἠσκημένος εἰς τὸ κυλίεσθαι· ὡς οὐσιαστ., παλαιστὴς ἐξακολουθῶν νὰ παλαίῃ ἐνῷ κυλίεται ἐν τῇ κονίᾳ, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ι. 4. 81.
Greek Monolingual
κυλιστικός, -ή, -όν (Α) κυλίνδω
1. αυτός που έχει ασκηθεί στο κύλισμα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κυλιστικός
ο παλαιστής που αγωνιζόταν και νικούσε τον αντίπαλὀ του κυλιόμενος στο έδαφος.