σπερματοθήκη: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(6_9)
 
(38)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπερμᾰτοθήκη''': ἡ, [[ἀποθήκη]] σπερμάτων, [[σιτοβολών]], Ψελλ.
|lstext='''σπερμᾰτοθήκη''': ἡ, [[ἀποθήκη]] σπερμάτων, [[σιτοβολών]], Ψελλ.
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜ και [[σπερμοθήκη]], Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ζωολ.</b> θυλακοειδές όργανο τών θηλυκών και ερμαφρόδιτων ασπονδυλων, αναλογικό [[προς]] τις γεννητικές [[οδούς]] ορισμένων θηλυκών ζώων στο οποίο συσσωρεύεται το [[σπέρμα]] του αρσενικού και διατηρείται ζωντανό και γόνιμο στο [[υγρό]] της σπερματοθήκης για μακρά χρονική περίοδο, αλλ. [[σπερματικός]] [[υποδοχέας]]<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> το [[μέρος]] του φυτού ή του καρπού του στο οποίο περικλείονται τα σπέρματα<br /><b>μσν.</b><br />[[σιταποθήκη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σπέρμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]]. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>spermatotheca</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:30, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

σπερμᾰτοθήκη: ἡ, ἀποθήκη σπερμάτων, σιτοβολών, Ψελλ.

Greek Monolingual

η, ΝΜ και σπερμοθήκη, Ν
νεοελλ.
1. ζωολ. θυλακοειδές όργανο τών θηλυκών και ερμαφρόδιτων ασπονδυλων, αναλογικό προς τις γεννητικές οδούς ορισμένων θηλυκών ζώων στο οποίο συσσωρεύεται το σπέρμα του αρσενικού και διατηρείται ζωντανό και γόνιμο στο υγρό της σπερματοθήκης για μακρά χρονική περίοδο, αλλ. σπερματικός υποδοχέας
2. βοτ. το μέρος του φυτού ή του καρπού του στο οποίο περικλείονται τα σπέρματα
μσν.
σιταποθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + θήκη. Η λ. ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. spermatotheca].