ψυχοπότης: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
(6_19)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῡχοπότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων τὴν ψυχήν, δηλ. τὸ [[αἷμα]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[εἰαροπότης]], ἣν ἑρμηνεύει: «[[αἱμοπότης]], [[ψυχοπότης]]».
|lstext='''ψῡχοπότης''': -ου, ὁ, ὁ πίνων τὴν ψυχήν, δηλ. τὸ [[αἷμα]], Ἡσύχ. ἐν λ. [[εἰαροπότης]], ἣν ἑρμηνεύει: «[[αἱμοπότης]], [[ψυχοπότης]]».
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />αυτός που πίνει [[αίμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκυ</i>-[[πότης]].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχοπότης Medium diacritics: ψυχοπότης Low diacritics: ψυχοπότης Capitals: ΨΥΧΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: psychopótēs Transliteration B: psychopotēs Transliteration C: psychopotis Beta Code: yuxopo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A drinking the life, i. e. the blood, Hsch. s.v. εἰαροπότης.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων τὴν ψυχήν, δηλ. τὸ αἷμα, Ἡσύχ. ἐν λ. εἰαροπότης, ἣν ἑρμηνεύει: «αἱμοπότης, ψυχοπότης».

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που πίνει αίμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. γλυκυ-πότης.